- ἔμμοχθος
- ἔμ-μοχθος, mit Arbeit, Mühsal verbunden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
έμμοχθος — η, ο (AM ἔμμοχθος, ον) αυτός που γίνεται ή επιτυγχάνεται με μόχθο, πολύμοχθος, κοπιώδης αρχ. (για τραύμα) αυτός που προκαλεί πόνο … Dictionary of Greek
ἔμμοχθον — ἔμμοχθος toilsome masc/fem acc sg ἔμμοχθος toilsome neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… … Dictionary of Greek